Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: Φονταμενταλισμός
1 item total
φονταμενταλισμός ο [fondamentalizmós] Ο17 : θεολογικό ρεύμα του αμερικανικού προτεσταντισμού, εχθρικό απέναντι στην επιστήμη, που στοχεύει στην επιστροφή στις εθνικές και θρησκευτικές παραδόσεις. || (επέκτ.) κάθε ιδεολογικό, πολιτικό κτλ. ρεύμα με παρόμοιες αρχές και στόχους: Mουσουλμανικός ~.

[λόγ. < αγγλ. fundamentalism (-ism = -ισμός)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go