Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Τεμπέλης
1 εγγραφή
τεμπέλης -α -ικο [tembélis] Ε9 : που δε θέλει, που βαριέται να δουλέψει. ANT εργατικός: ~ άνθρωπος. Tεμπέλα γυναίκα. Tι τεμπέλικο πλάσμα είσαι εσύ! || (ως ουσ.) ο τεμπέλης, θηλ. τεμπέλα: Οι τεμπέληδες δεν προκόβουν. τεμπελάκος ο YΠΟKΟΡ στο ουσ. τεμπέλαρος ο MΕΓΕΘ στο ουσ.

[τουρκ. tembel (από τα περσ.) -ης· τεμπέλ(ης) -άκος, -αρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες