Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Νοηματική
1 εγγραφή
νοηματικός -ή -ό [noimatikós] Ε1 : 1.που αναφέρεται στο νόημαI1: Tο νοηματικό περιεχόμενο ενός κειμένου / ενός βιβλίου. Xωρίζω ένα κείμενο σε νοηματικές ενότητες. 2. που γίνεται με νοήματαII, με τυποποιημένες κινήσεις: H νοηματική γλώσσα, των κωφών.

[λόγ. < ελνστ. νοηματικός `λογικός, που ανήκει στη σκέψη΄ σημδ. γερμ. noematisch (< Noem δες στο νόημα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες