Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- λοιμός ο [limós] Ο17 : κάθε επιδημική, μολυσματική και θανατηφόρα νόσος. ΦΡ σεισμοί*, λιμοί, λοιμοί και καταποντισμοί. || η πανούκλα.
[λόγ. < αρχ. λοιμός `πανούκλα΄, ελνστ. σημ.: `λοιμώδης νόσος΄]