Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ευαγγελισμός ο [evangelizmós] Ο17 : Ο ~ της Θεοτόκου, το γεγονός κατά το οποίο ο άγγελος Γαβριήλ πληροφόρησε την Παρθένο Mαρία ότι θα ενσαρκωθεί τον Iησού Xριστό. Παραστάσεις του Ευαγγελισμού. Ο Ευαγγελισμός, η θεομητορική γιορτή που γιορτάζεται στις 25 Mαρτίου.
[λόγ. < ελνστ. ευαγγελισμός `χαρούμενα νέα, διάδοση του ευαγγελίου, ευαγγελισμός΄]