Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ΔΙΦΘΕΡΙΤΙΔΑ
1 εγγραφή
διφθερίτιδα η [δifθerítiδa] Ο28 : (ιατρ.) οξύ και σοβαρό λοιμώδες νόσημα που προσβάλλει κυρίως την παιδική ηλικία και που χαρακτηρίζεται από γκριζωπές μεμβράνες που καλύπτουν τους βλεννογόνους της μύτης, του λάρυγγα και κυρίως του φάρυγγα.

[λόγ. < γαλλ. diphthérie, παλαιότ. diphthérite < αρχ. διφθέρ(α) `μεμβράνη΄ -ite = -ίτις > -ίτιδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες