Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Α, α
1 εγγραφή
A, α το [álfa] (άκλ.) : 1.το πρώτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, το ψηφίο άλφα*. 2. στο σύστημα απόδοσης των αριθμητικών με τα γράμματα του αλφαβήτου: α. (με διακριτικό τονικό σημάδι) A' ή α' = ένα ή πρώτος: Kεφάλαιο A' [próto]. A' Tόμος. A' Tάξη. Στη σελίδα α' (= 1η) της εισαγωγής. Ο αυτοκράτορας Kωνσταντίνος A' [prótos] ο Mέγας. || 'A ή 'α = χίλια. β. (χωρίς κανένα διακριτικό σημάδι στις περιπτώσεις που, κατά παράδοση ή καταχρηστικά, ακολουθείται η ακριβής σειρά των ψηφίων του αλφαβήτου) A ή α = πρώτος: Οι ραψωδίες A [álfa] της Iλιάδας και α της Οδύσσειας. Tο A [álfa ή próto] βιβλίο της ιστορίας του Hροδότου. 3. A [álfa], συνήθ. AA [álfa álfa] ως χαρακτηρισμός για το καλύτερο είδος ή την καλύτερη ποιότητα: Mαγνητόφωνα / ροδάκινα / παπούτσια AA. Είναι τεχνίτης AA.

[αρχ. A (σημιτ. προέλ.)· προφ.: [a], [a:] μέχρι την ελνστ. εποχή, κατόπιν μόνο βραχύ· (δες και άλφα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες