Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: Ατμοπλοϊκός
1 item total
ατμοπλοϊκός -ή -ό [atmoploikós] Ε1 : 1.που ανήκει ή που αναφέρεται στην ατμοπλοΐα: Aτμοπλοϊκή εταιρεία. Aτμοπλοϊκές γραμμές. Aτμοπλοϊ κό εισιτήριο. 2. που γίνεται με ατμόπλοια: Aτμοπλοϊκές μεταφορές. Aτμοπλοϊκή συγκοινωνία. ατμοπλοϊκώς ΕΠIΡΡ με ατμόπλοιο: Tαξίδεψε ~.

[λόγ. ατμοπλο(ΐα) -ικός· λόγ. ατμοπλοϊκ(ός) -ώς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go