Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- άεργος -η -ο [áerγos] Ε5 : (για πρόσ.) που περνάει τον καιρό του χωρίς να ασχολείται με κτ., που δεν έχει έργο, απασχόληση: Ρίχτηκαν όλοι στη δουλειά· κανένας δεν έμεινε ~. Στον άεργο άνθρωπο η μέρα φαίνεται χρόνος. Kαλλιεργούσε ο ίδιος τον κήπο για να μην κάθεται ~.
[λόγ. < ελνστ. ἄεργος (ίσως σφαλερή γραφή αντί ἄνεργος), αρχ. ἀεργός]