Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ΑΣΑΝΣΕΡ
1 item total
ασανσέρ το [asansér] Ο (άκλ.) : ηλεκτροκίνητη κατασκευή, εγκατεστημένη σε πολυώροφο κτίριο, που κινείται κάθετα και μεταφέρει ανθρώπους και φορτία στους διάφορους ορόφους· ανελκυστήρας: Θάλαμος / καμπίνα του ~. Kαλώ το ~, πιέζω το κουμπί για να έρθει.

[λόγ. < γαλλ. ascenceur]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go