Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %λεγ%
94 εγγραφές [31 - 40]
ελέγχω [eléŋxo] -ομαι Ρ αόρ. έλεγξα και (λόγ.) ήλεγξα, απαρέμφ. ελέγξει, παθ. αόρ. ελέγχθηκα, απαρέμφ. ελεγχθεί, μππ. ελεγμένος και ηλεγμένος* : 1α.ερευνώ κτ. για να βεβαιωθώ για την αλήθεια, την ορθότητά του, την αξία του, την ικανότητά του: ~ τα στοιχεία / τα εισιτήρια. ~ ένα συλλογισμό / ένα σχέδιο / μια εργασία. β. εξετάζω και ανασκευάζω. 2. περιορίζω, συγκρατώ, αναχαιτίζω: ~ την εξάπλωση της επιδημίας. H πυρκαγιά ελέγχεται. 3. επικρίνω, επιπλήττω: Δεν τον ελέγχει η συνείδησή του. 4. ενεργώ έτσι ώστε να μπορώ να διευθύνω, να κατευθύνω, να διευθετώ κτ.: ~ το αυτοκίνητο. Δεν ελέγχει την κατάσταση. 5. διοικώ, εξουσιάζω: Tα εχθρικά στρατεύματα ελέγχουν τη γύρω περιοχή. 6. (μτφ.) χαλιναγωγώ: Δεν ελέγχει τις πράξεις του / τα νεύρα του. 7. επιβλέπω, παρακολουθώ: Kαθόταν στη βεράντα, για να ελέγχει τα παιδιά που έπαιζαν στον κήπο.

[λόγ. < αρχ. ἐλέγχω και κατά τις σημ. της λ. έλεγχος]

εξελεγκτικός -ή -ό [ekseleŋgtikós] Ε1 : (για επιτροπή, όργανο κτλ.) που έχει ως αποστολή τον έλεγχο των πράξεων άλλου οργάνου: Εξελεγκτική επιτροπή (ενός συλλόγου / ενός σωματείου κτλ.), που ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων του διοικητικού συμβουλίου: Εκλογές για την ανάδειξη νέου διοικητικού συμβουλίου και εξελεγκτικής επιτροπής.

[λόγ. < αρχ. ἐξελεγκ- (ἐξελέγχω) `ανασκευάζω΄ -τικός]

επανεκλέγω [epanekléγo] -ομαι Ρ αόρ. επανεξέλεξα, απαρέμφ. επανεκλέξει, παθ. αόρ. επανεκλέχτηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και επανεξελέγη, επανεξελέγησαν, απαρέμφ. επανεκλεγεί, μππ. επανεκλεγμένος : εκλέγω πάλι κπ. σε αξίωμα που κατείχε ως τώρα: Aκυρώθηκε η εκλογή του δημάρχου, ο λαός όμως τον επανεξέλεξε με συντριπτική πλειοψηφία.

[λόγ. επαν(α)- εκλέγω μτφρδ. γαλλ. réélire]

επιλέγομαι [epiléγome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ., συνήθ. στη μπε.) επονομάζομαι.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιλέγομαι]

επιλεγόμενα τα [epileγómena] Ο40 : ο επίλογος ενός βιβλίου: Στα ~ του βιβλίου του αναφέρθηκε και στο προηγούμενο συγγραφικό του έργο.

[λόγ. < αρχ. τά ἐπιλεγόμενα `που λέγονται επιπλέον΄ κατά τη σημ. του επίλογος]

επιλέγω [epiléγo] -ομαι Ρ αόρ. επέλεξα, απαρέμφ. επιλέξει, παθ. αόρ. επιλέχτηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και επελέγη, επελέγησαν, απαρέμφ. επιλεγεί και επιλεχτεί, μππ. επιλεγμένος : διαλέγω. α. ξεχωρίζω από ένα σύνολο προσώπων, πραγμάτων κτλ. αυτό που θεωρώ καλύτερο ή προτιμότερο: Ο προπονητής θα επιλέξει τους παίκτες της εθνικής ομάδας. Ο καθηγητής επιλέγει ορισμένα βιβλία και τα συνιστά στους μαθητές του. β. αποφασίζω ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες λύσεις, δυνατότητες κτλ., προτιμώ κάποια από αυτές: Επιτροπή εμπειρογνωμόνων θα επιλέξει τον τύπο των αεροπλάνων, τα οποία θα προμηθευτεί η πολεμική μας αεροπορία.

[λόγ. < αρχ. ἐπιλέγω]

ηλεγμένος -η -ο [ileγménos] Ε3 : (λόγ.) που τον έχουν ελέγξει, που έχει ελεγχθεί· ελεγμένος: Hλεγμένα στοιχεία.

[λόγ. μππ. του ελέγχω]

καταλέγομαι [kataléγome] Ρ3β : κατατάσσομαι κάπου, περιλαμβάνομαι σε ένα σύνολο· συγκαταλέγομαι.

[λόγ. < αρχ. καταλέγω `απαριθμώ, εγγράφω σε κατάλογο΄]

κολέγιο το [koléjio] Ο40 : 1α. εκπαιδευτικό ίδρυμα μέσης ή ανώτερης βαθμίδας, κυρίως σε χώρες της δυτικής Ευρώπης και στις HΠA. || Mπλούζα κολεγίου. β. ονομασία διάφορων ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων στοιχειώδους ή μέσης βαθμίδας. 2. (ειρ.) για χώρο ομαδικής διαβίωσης, όπου επικρατούν συνθήκες μεγάλης άνεσης και ελευθερίας, όπου έχουν χαλαρώσει τα αυστηρά μέτρα πειθαρχίας: ~ έχει γίνει ο στρατός.

[λόγ. < αγγλ. college (στη σημ. 1) < λατ. colleg(ium) `αδελφότητα, εταιρεία΄ -ιον κατά τη μορφή της λατ. λ.]

κολεγιόπαιδο το [kolejiópeδο] Ο41 : σπουδαστής κολεγίου, συνήθ. ειρωνικά για νεαρό με εμφάνιση και συμπεριφορά καθώς πρέπει, αρκετά όμως επιτηδευμένη.

[λόγ. κολεγιόπαις < κολέγι(ον) -ο- + αρχ. παῖς με προσαρμ. στη δημοτ. κατά το αρχ. παῖς > παιδί]

< Προηγούμενο   1 2 3 [4] 5 6 ...10   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες