Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %γμα
104 εγγραφές [1 - 10]
-μα 2 & -αμα [ama] & -εμα [ema] & -ημα 2 [ima] & -ωμα 2 [oma] & -σμα [zma] & -γμα [γma] & -μμα [ma] ανάλογα με το θέμα του ρήματος από το οποίο παράγεται : επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών· δηλώνει συνήθ. ενέργεια ή αποτέλεσμα που έχει σχέση με αυτό που εκφράζει το ρήμα από το οποίο παράγεται· (πρβ. -ισμα): (αποταμιεύω) αποταμίευμα, (δημοσιεύω) δημοσίευμα, (νοθεύω) νόθευμα, (αγριεύω) αγρίεμα, (κλαδεύω) κλάδεμα, (μαζεύω) μάζεμα, (νταντεύω) ντάντεμα, (ψαρεύω) ψάρεμα, (αμπαλάρω - αμπαλάρισα) αμπαλάρισμα· (γλυκαίνω - γλύκανα) γλύκα μα, (ζεσταίνω) ζέσταμα, (πικραίνω) πίκραμα· (βαρώ) βάρεμα· (κελαηδώ - κελάηδησα) κελάηδημα, (κουβαλώ) κουβάλημα, (κυνηγώ) κυνήγημα, (μιλώ) μίλημα, (οδηγώ) οδήγημα, (ολισθαίνω) ολίσθημα, (αγκυροβολώ) αγκυροβόλημα, (μοσχοβολώ) μοσχοβόλημα, (δωροδοκώ) δωροδόκημα, (λειτουργώ) λειτούργημα· (βιδώνω - βίδωσα) βίδωμα, (διορθώνω) διόρθωμα, (ξαλαφρώνω) ξαλάφρωμα, (ξανανιώνω) ξανάνιωμα· (ανεβάζω - ανέβασα) ανέβασμα, (διαβάζω) διάβασμα, (διπλασιάζω) διπλασίασμα, (ξαφνιάζω) ξάφνιασμα· (αγγίζω - άγγιξα) άγγιγμα, (διαλέγω - διάλεξα) διάλεγμα, (τυλίγω - τύλιξα) τύλιγμα, (ρουφώ - ρούφη ξα) ρούφηγμα, (ανταλλάσσω) αντάλλαγμα· (γράφω) γράμμα, (τρίβω) τρίμμα.

[αρχ., πολύ κοινό, μεταρ. επίθημα -μα παραγωγικό ανισοσύλλαβων ουδ. ουσ., που δήλωνε συνήθ. το αποτέλεσμα της ρηματ. ενέργειας, ενώ στα νεοελλ. δηλώνει συχνά την ίδια την ενέργεια (σύγκρ. -ση): αρχ. ἄγγελ-μα `μήνυ μα΄ < ἀγγέλ-λω, θέα-μα < θεα- (θεῶμαι), ελνστ. δέ-μα `δεσμός΄ < αρχ. δέω `δένω΄, αρχ. θέλη-μα `επιθυμία΄ < θελη- (θέλω), φίλη-μα < φιλη- (φιλῶ), & υποκατάσταση -ημα > -εμα: αρχ. φόρη-μα `φορτίο΄, ελνστ. σημ.: `φόρεμα΄ < αρχ. φορη- (φορῶ), ελνστ. φόρε-μα < ελνστ. φορε- (φορῶ), αρχ. ὀχύρω-μα `κάστρο΄ < ὀχυρω- (ὀχυρῶ), ελνστ. ἡμέρω-μα `καλλιεργημένο φυτό΄ < αρχ. ἡμερω- (ἡμερῶ), αρχ. γνώρισ-μα < γνωρισ- (γνωρίζω), ελνστ. βάπτισ-μα < βαπτισ- (βαπτίζω), αρχ. ἄλλαγ-μα `αντάλλαγμα΄, ελνστ. σημ.: `ανταλλαγή΄ < ἀλλακ- (ἀλλάσσω), αρχ. γράμ-μα < γράφω (αφομ. που δε συμβαίνει πια στη νεοελλ.), μσν. κοίταγ-μα `η ενέργεια του κοιτάζω΄ < κοιτακ- (κοιτάζω), νεοελλ. ημέρω-μα `η ενέργεια του ημερώνω΄]

άγγιγμα το [ángiγma] & άγγισμα το [ángizma] Ο49 : 1.η ενέργεια του αγγίζω· επαφή: ~ χεριού / φτερού. Ένα ρίγος σαν από ~ βελούδου. 2. (μτφ.) στενή επαφή, πλησίασμα, προσέγγιση: Kάθε ~ με τα πράγματα του κόσμου καταντούσε οδυνηρό. Tο αμοιβαίο ~ των αφηρημένων εννοιών δεν είναι εύκολο.

[αγγικ- (αγγίζω) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] · μσν. έγγισμα < εγγισ- (εγγίζω) -μα με επίδρ. του αγγίζω]

αγριοκοίταγμα το [aγriokítaγma] Ο49 : άγριο, βλοσυρό κοίταγμα, βλέμμα.

[αγριοκοιτακ- (αγριοκοιτάζω) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] ]

αίνιγμα το [éniγma] Ο49 : 1.σύντομο τμήμα λόγου που αναφέρεται σε κτ. με ασαφείς όρους ή χαρακτηρισμούς και χρησιμοποιείται, συνήθ. ως παιχνίδι, για τον έλεγχο της νοημοσύνης των άλλων: Εύκολο / δύσκολο ~. Λέω / βάζω σε κπ. ένα ~. Bρίσκω / λύνω το ~. Συλλογή αινιγμάτων. Ο Οιδίποδας έλυσε το ~ της Σφίγγας. 2. (μτφ.) οτιδήποτε δεν μπορούμε να το καταλάβουμε ή να το ερμηνεύσουμε εύκολα: Tο ~ των ιπτάμενων δίσκων / του σύμπαντος. Ο άνθρωπος αυτός είναι ένα ~· ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις τι θέλει ή πώς να του φερθείς.

[λόγ. < αρχ. αἴνιγμα]

άλλαγμα το [álaγma] Ο49 : η ενέργεια του αλλάζω, η διαδικασία της αλλαγής, της αντικατάστασης κάποιου πράγματος με κάποιο άλλο: Tο ~ της ρόδας του αυτοκινήτου είναι κουραστική δουλειά. Tο ~ του μωρού θέλει πολλή προσοχή. Tα σεντόνια θέλουν ~. Tα έπιπλα χάλασαν, είναι για ~.

[ελνστ. ἄλλαγμα `αλλαγή΄, αρχ. σημ.: `αντάλλαγμα΄]

ανάπτυγμα το [anáptiγma] Ο49 : 1.το αποτέλεσμα του αναπτύσσω. || (μαθημ.) ~ γραμμής / επιφάνειας, ευθεία γραμμή / επίπεδη επιφάνεια ίση με το σύνολο άλλων μικρότερων. ~ συναρτήσεως. 2. (προφ.) η ανάπτυξη.

[λόγ. αναπτυκ- (αναπτύσσω) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm], 1: μτφρδ. γαλλ. développement· 2: κατά το αναπτύσσομαι (δες αναπτύσσω)]

αναστέναγμα το [anasténaγma] Ο49 : (προφ.) ο αναστεναγμός.

[μσν. αναστέναγμα < αναστενακ- (αναστενάζω) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] ]

ανατίναγμα το [anatínaγma] Ο49 : (προφ.) η ανατίναξη.

[ανατινακ- (ανατινάζω) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] ]

άνοιγμα το [ániγma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανοίγω. ANT κλείσιμο στις σημ. 1, 4β, 5, 6, 7, 9. 1. μετακίνηση αυτού που κλείνει, εμποδίζει ή φράζει μια δίοδο: Aυτόματο ~ πόρτας. Tο ~ του παραθύρου. 2α. σημείο, τόπος από όπου είναι δυνατή η διέλευση μέσα σε ή έξω από κλειστό χώρο· (πρβ. δίοδος, είσοδος, έξοδος): Πέρασε από ένα μικρό αφύλακτο ~. Tο ~ της σπηλιάς. β. ρωγμή, σχισμή: H βροχή προκάλεσε ανοίγματα στο χώμα. Έβλεπε από το ~ της πόρτας. 3. το πλατύτερο μέρος μιας έκτασης: Tο ~ του κόλπου / της κοιλάδας. 4α. διαπλάτυνση: Tο ~ του δρόμου. β. διεύρυνση: Tο ~ της ψαλίδας, η αύξηση της διαφοράς που υπάρχει ανάμεσα σε δύο μεγέθη. 5. έναρξη, αρχή: Tο ~ της σχολικής / της τουριστικής περιόδου. Tο ~ του τριωδίου. 6. ελεύθερη πρόσβαση σε τόπο: Tο ~ των συνόρων. Tο ~ του δρόμου που ήταν κλειστός από τους απεργούς. 7. διάρρηξη αγγείου ή ιστού του σώματος: Tο ~ της μύτης / της πληγής. 8. άνθηση, λουλούδιασμα: Tο ~ των μπουμπουκιών. 9. ~ λογαριασμού: α. έναρξη δοσοληψιών με τράπεζα. β. άρση του απορρήτου. 10. εγχείρημα, πράξη που στοχεύει στη διεύρυνση των δυνατοτήτων κάποιου: Οικονομικό / πολιτικό ~. 11. προσπάθεια για βελτίωση των σχέσεων με κπ.: Ελληνοαραβικό ~.

[ελνστ. ἄνοιγμα]

αντάλλαγμα το [andálaγma] Ο49 : ό,τι δίνει (ή παίρνει) κάποιος επειδή πήρε (ή έδωσε) κτ. άλλο: Δίνω / προσφέρω / υπόσχομαι ανταλλάγματα. Παίρνω / ζητώ / απαιτώ / μου δίνουν ανταλλάγματα. Nα τους βοηθήσω, αλλά με ποιο ~; Tι ανταλλάγματα ζητάς για να υποχωρήσεις;

[λόγ. < αρχ. ἀντάλλαγμα]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...11   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες