Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -μετρώ [metró] -ιέμαι & -ούμαι : β' συνθετικό σε σύνθετα ρήματα· δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος: I. εκτελεί συνήθ. την ενέργεια που συνεπάγεται η χρήση οργάνου που έχει ως β' συνθετικό το -μετρο, -μετρητής: θερμο~, σφυγμο~, χρονο~. II. κάνει υπολογισμούς, μετρήσεις σχετικές με αυτό που συνεπάγεται το α' συνθετικό: φυλλο~.
[λόγ. < αρχ. -μετρῶ < ρ. μετρῶ ως β' συνθ.: αρχ. κατα-μετρῶ, ελνστ. οἰνο-μετρῶ `μετρώ και μοιράζω ποσότητα κρασιού΄]



