Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αχαΐρευτος -η -ο [axaíreftos] Ε5 : (οικ.) ως χαρακτηρισμός ανθρώπου που δεν έκανε χαΐρι, δεν προόδευσε εξαιτίας των ελαττωμάτων του, κυρίως της τεμπελιάς του· ανεπρόκοπος: Tου δόθηκαν πολλές ευκαιρίες αλλά αυτός ο ~ τις άφησε να του ξεφύγουν. || (ως ουσ.): Πού είναι ο ~;
[α- 1 χαΐρ(ι) -ευτος κατά τα ρ. -εύω]