Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-αίνω"
1 εγγραφή
-αίνω [éno] : 1.επίθημα ρημάτων παράγωγων κυρίως από επίθετα· δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος αποκτά τις ιδιότητες που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη ή, στην περίπτωση που το ρήμα είναι και μεταβατικό, ότι ενεργεί έτσι ώστε το αντικείμενο του ρήματος να έχει τις ιδιότητες που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (ακριβός) ακριβαίνω, (κουφός) κουφαίνω, (βουβός) βουβαίνω, (ξανθός) ξανθαίνω, (φαρδύς) φαρδαίνω, (σκούρος) σκουραίνω, (φτηνός) φτηναίνω, (χοντρός) χοντραίνω. 2. επίθημα για το μεταπλασμό ρημάτων παλαιότερων περιόδων της ελληνικής γλώσσας στη νέα ελληνική. α. ο νέος τύπος έχει αντικαταστήσει τον παλιό: (βαθύνω) βαθαίνω, (μανθάνω) μαθαίνω. β. ο νέος τύπος υπάρχει παράλληλα με τον παλιό, έχουν όμως διαφορετική σημασία ή καλύπτουν διαφορετικό επίπεδο ύφους: (βαρύνω) βαραίνω, (λαμβάνω) λαβαίνω, (πάσχω) παθαίνω, (τυγχάνω) τυχαίνω.

[ελνστ. επίθημα -αίνω από αρχ. ρ. σε -αίνω με συνοπτ. θ. σε -αν-: αρχ. σημ-αίνω - σημαν- (ἐσήμανα), θερμ-αίνω - θερμαν- (ἐθέρμανα) και με επέκτ. σε ρ. -ύνω: μσν. βαρ-αίνω (αρχ. βαρ-ύνω) για σαφέστερη διάκρ. συνοπτ. και μη συνοπτ. θέματος, και με επέκτ. σε άλλα ρηματ. θ.: ελνστ. παθ-αίνω (αρχ. πάσχω) και σε συσχετισμός με επίθ.: μσν. παχ-αίνω (αρχ. παχ-ύνω) - επίθ. παχύς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες