Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-άρα 2"
1 εγγραφή
-άρα 2 : (οικ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ρηματικά παράγωγα, συνήθ. ουδέτερα ουσιαστικά σε -μα· (πρβ. -αμάρα)· δηλώνει κατάσταση ή ιδιότητα που χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη σε μεγάλο βαθμό των στοιχείων που εκφράζει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (βούβαμα) βουβαμάρα, (σίχαμα) σιχαμάρα.

[< -άρα 1]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες