Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "φερέγγυος -α -ο"
1 item total
φερέγγυος -α -ο [feréngios] Ε6 : που παρέχει εγγύηση, που μπορεί κανείς να του έχει εμπιστοσύνη· αξιόπιστος, αξιόχρεος. ANT αφερέγγυος, αναξιόπιστος: ~ οφειλέτης / συνομιλητής. Φερέγγυα πρόσωπα / άτομα.

[λόγ. < αρχ. φερέγγυος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go