Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "φέρι μποτ"
1 εγγραφή
φέρι μποτ το [féribót] Ο (άκλ.) : οχηματαγωγό πλοίο· (πρβ. πορθμείο): H συγκοινωνία διεξάγεται με ~.

[λόγ. < γαλλ. ferry-boat < αγγλ. ferry boat]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες