Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "υψηλόφρων -ων -ον"
1 item total
υψηλόφρων -ων -ον [ipsilófron] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) του οποίου οι σκέψεις και τα αισθήματα διαπνέονται από ένα πνεύμα ευγένειας, μεγαλοψυχίας και ηθικής ανωτερότητας. || (ως ουσ.).

[λόγ. < αρχ. ὑψηλόφρων]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go