Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σύξυλος -η -ο [síksilos] Ε5 : στις εκφράσεις μένω ~ / αφήνω κπ. σύξυλο, για κπ. που μένει ακίνητος και άφωνος από δυσάρεστη συνήθ. κατάπληξη. τα αφήνω όλα σύξυλα, για κπ. που διακόπτει ξαφνικά μια δραστηριότητα εξαιτίας κάποιου απρόβλεπτου γεγονότος: Mόλις με ειδοποίησε, τα άφησα όλα σύξυλα στο σπίτι και έφυγα. || (παρωχ.) βούλιαξε το καράβι σύξυλο, ολόκληρο, χωρίς να σωθεί τίποτε.
[συ- (δες συν-) ξύλ(ο) -ος (αρχική σημ.: `μαζί με τα ξύλα του΄)]