Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "σύξυλος -η -ο"
1 εγγραφή
σύξυλος -η -ο [síksilos] Ε5 : στις εκφράσεις μένω ~ / αφήνω κπ. σύξυλο, για κπ. που μένει ακίνητος και άφωνος από δυσάρεστη συνήθ. κατάπληξη. τα αφήνω όλα σύξυλα, για κπ. που διακόπτει ξαφνικά μια δραστηριότητα εξαιτίας κάποιου απρόβλεπτου γεγονότος: Mόλις με ειδοποίησε, τα άφησα όλα σύξυλα στο σπίτι και έφυγα. || (παρωχ.) βούλιαξε το καράβι σύξυλο, ολόκληρο, χωρίς να σωθεί τίποτε.

[συ- (δες συν-) ξύλ(ο) -ος (αρχική σημ.: `μαζί με τα ξύλα του΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες