Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "σύννομος -η -ο"
1 item total
σύννομος -η -ο [sínomos] Ε5 : που είναι σύμφωνος με το νόμο: Οι ενέργειες του προϊσταμένου μου δεν ήταν σύννομες. H απόφαση του συμβουλίου κρίθηκε ως μη σύννομη.

[λόγ. < ελνστ. σύννομος (διαφ. το αρχ. σύννομος `που βόσκει μαζί΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go