Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "σχ."
232 εγγραφές [1 - 10]
-ανός -ανή -ανό [anós] : επίθημα επιθέτων· (βλ. -ιανός -ιανή -ιανό)· παράγονται: 1. από επιρρήματα ή ουσιαστικά και χαρακτηρίζουν το προσδιοριζόμενο από χρονική άποψη: (αύριο) αυριανός, (Δεκέμβριος) δεκεμβριανός, (Οκτώβριος), οκτωβριανός· (πρβ. -ιάτικος). || σε κύρια ονόματα που προέρχονται από ουσιαστικοποίηση του πληθυντικού του ουδέτερου γένους, δηλώνει το συγκεκριμένο γεγονός που έγινε κατά το χρόνο που υποδηλώνει η πρωτότυπη λέξη: (Iούλιος) Iουλιανά, (Δεκέμβριος) Δεκεμβριανά. 2. από κύρια ονόματα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο είναι δημιούργημα του συγκεκριμένου προσώπου που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (Γρηγόριος) γρηγοριανός, (Θεοδόσιος) θεοδοσιανός.

[1: μσν. επίθημα -ανός & λόγ. < μσν. -ανός < αρχ. επίθημα -ανός: αρχ. στεγ-ανός & λατ. -anus ( [-ánus] ) με προσαρμ. στο ίδιο τονικό σχ.: ελνστ. Ῥωμ-ᾶνος, Ῥωμ-ανός, ελνστ. ή μσν. παγ-ανός < Romanus (Rom-anus, αρχικά Roma-nus), paganus· 2: λόγ. < γαλλ. -en, ιταλ. -ano, νλατ., μσνλατ. -anus, με βάση κύρ. ον. και τοπων.: Γρηγορι-ανός (Γρηγόρι-ος) < μσνλατ. Gregorianus (< Gregorius)]

1 [í] & [i] : κατάληξη ουδέτερων ουσιαστικών: παιδί, φαΐ· ποτήρι, μέλι, νυχτοπούλι, πρωτοβρόχι, λημέρι, παζάρι, βαπόρι.

[αρχ. μετουσ., συχνά υποκορ. επίθημα -ίον, -ιον από ουσιαστικοπ. -ιος -ια -ιον: αρχ. παιδ-ίον `μικρό παιδί, παιδάκι΄ (< παῖς, θ. παιδ-), πόδ-ιον `μικρό πόδι΄ (< πούς, θ. ποδ-), ελνστ. δεμάτ-ιον (< δέμα `δέσιμο΄, θ. δεματ-), *ιεράκιον (< αρχ. ἱέραξ, θ. ἱερακ-) > μσν. γεράκιν > γεράκι (δες λ.)· στα ελνστ. και μσν. ελλην. αποφυγή της χασμ. με εξασθένιση του άτ. [o] σε κεντρικό φων. πριν από το ριν. σύμφ. και επακόλουθη αποβολή του, και τέλος αποβ. του τελικού -ν: -ιον > [-i-n] > -ιν > -ι· παράλληλα συντελείται απώλεια της υποκορ. σημ.: μσν. παιδίν, πόδι(ν), δεμάτιν, γεράκιν, δεν είναι πια υποκορ. (δες και -ιο 1)· το ίδιο επίθημα χρησίμευσε για προσαρμογή λατ. δανείων σε -ium: hospitium > ελνστ. ὁσπίτιον > μσν. οσπίτιν > σπίτι· & μσν. -είν ουσιαστικοπ. απαρέμφ.: μσν. φιλ-είν > φιλ-ί (αποβ. του τελικού [n] ) & μεταρ. -ι: (ο)λημερίζω > λημέρι αναλ. προς το σχ.: αλατίζω - αλάτι]

-ία 1 [ía] : επίθημα με λόγια προέλευση για το σχηματισμό αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών· (βλ. -σία): 1. παράγωγων από ρήματα συχνά σύνθετα· δηλώνει την ενέργεια ή το αποτέλεσμα της ενέργειας που εκφράζει το ρήμα της πρωτότυπης λέξης· (πρβ. -ιά 3, -ιά 5): (επιθυμώ) επιθυμία, (μακρηγορώ) μακρηγορία, (συνομιλώ) συνομιλία, (χειροδικώ) χειροδικία. || παράγωγων από ουσιαστικά: (πρόεδρος) προεδρία, (τοκογλύφος) τοκογλυφία. || (ποτοποιός) ποτοποιία. 2. παράγωγων από επίθετα συνήθ. σύνθετα· δηλώνει κατάσταση, γνώρισμα ή συμπεριφορά σχετική με την ιδιότητα που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -ιά 4): (άγλωσσος) αγλωσσία, (πατριδοκάπηλος) πατριδοκαπηλία, (ψύχραιμος) ψυχραιμία. 3. (επιστ.) σε επιστημονικούς όρους ή για να δηλώσει πάθηση ή γενικά κατάσταση που αποκλίνει από το φυσιολογικό: ακρομεγαλία, ασπερμία, ισχαιμία, σπληνομεγαλία, υδροκεφαλία.

[λόγ. < αρχ., συχνό επίθημα -ία, δηλωτικό ποιότητας ή κατάστασης, σπανιότ. πράξης που παρήγε αφηρ. θηλ. ουσ. από άλλα ουσ., από επίθ., ή και σε συσχετισμό με ρ.: αρχ. ἄγγελ(ος) > ἀγγελ-ία, ἄξ(ιος) > ἀξ-ία, σωτήρ - σῴζω > σωτηρ-ία· φρ. δήμου κράτος - δημοκρατ-ία· επίσης δηλωτικό χώρας (δες -ία 2), καθώς και πάθησης: πλεύμων / πνεύμων > πλευμον-ία / πνευμον-ία, ναύτ(ης) > ναυτ-ία, (δες και -ιά 2), καθώς και σε ουσ.: αρχ. ἑταῖρ(ος) `σύντροφος΄ > ἑταιρ-ία `συντροφική κατάσταση, σύλλογος΄ (δες και -εια) & διεθ. -ia, αγγλ. -y, γαλλ. -ie < λατ. -ia < αρχ. -ία, συνήθ. για δήλωση παθολογικής κατάστασης, αλλά και γενικότερα για (αφηρ.) επιστημονικούς όρους, και με μετακ. τόνου για να μοιάζει με το αρχ. -ία: ακεφαλ-ία < νλατ. acephalia, αναφυλαξ-ία < γαλλ. anaphylaxie, λαρυγγοσκοπ-ία < διεθ. laryngo- + -scopy· αναλ. και για απόδ. άλλων αφηρ. ή περιλ. ουσ. που το επίθημά τους έχει διαφ. προέλ. ή έχουν τυχαία τέτοια “κατάλ.”: γαλλ. bourgeoisie > μπουρζουαζία, ιταλ. > αγγλ. mafia ( [má-] ) > μαφία (αλλ. στη θέση του τόνου για προσαρμογή στο ίδιο σχ.) (δες και -ιά 2)]

-ιο 2 [io] (η προφορά του ημιφώνου εξαρτάται από την προφορά του συμφώνου που προηγείται) : επίθημα για το σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από ρήματα: (γελώ) γέλιο, (παρακαλώ) παρακάλιο, (συμπαθώ) συμπάθιο, (συχωρώ) συχώριο.

[μσν. μεταρ. επίθημα -ιο(ν) κατά το σχ.: αρχ. κυνηγ-ῶ - ελνστ. κυνήγ-ιον: μσν. γέλ-ιο (< γελώ) & μεταπλ. < θηλ. -εια που θεωρήθηκε ουδ. πληθ.: θηλ. εν. συνήθεια > ουδ. πληθ. συνήθεια > νέος εν. συνήθειο]

-ος 2 : επίθημα αρσενικών ουσιαστικών· δηλώνει ενέργεια ή το αποτέλεσμα της ενέργειας του ρήματος από το οποίο παράγονται: (βογκώ) βόγκος, (βροντώ) βρόντος, (μοχθώ) μόχθος, (πηδώ) πήδος, (πονώ) πόνος, (χτυ πώ) χτύπος.

[μεταρ. επίθημα -ος κατά το σχ.: χωρ-ώ - χώρ-ος υποχωρ.]

-ος 3 : επίθημα αρσενικών μεγεθυντικών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά: (μύτη) μύτος, (τουφέκι) τούφεκος, (χωράφι) χώραφος.

[μεγεθ. -ος κατά το σχ.: τραγ-ί - τράγ-ος]

-πλός -πλή -πλό [plós] : επίθημα για το σχηματισμό επιθέτων· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο αποτελείται από τόσα μέρη όσα εκφράζει το απόλυτο αριθμητικό από το οποίο συνήθ. παράγεται ή ότι γίνεται ή είναι μεγαλύτερο ή περισσότερο τόσες φορές όσες εκφράζει το απόλυτο αριθμητικό· (πρβ. -πλάσιος, -διπλος): διπλός, τριπλός, τετραπλός, εξαπλός, οκταπλός, δεκαπλός. || πολλαπλός.

[ελνστ. -πλός: ελνστ. ἁ-πλός, δι-πλός < αρχ. -πλοῦς: αρχ. ἁ-πλοῦς, δι-πλοῦς μεταπλ. δι-πλός με βάση τη γεν. διπλοῦ κατά το σχ. καλ-ός - καλ-ού & προσαρμ. λόγιων λ.: πολλα-πλός < πολλα-πλοῦς]

1 [ó] & -άω [áo] -ιέμαι : κατάληξη ρημάτων της β' συζυγίας, α' τάξης: αγαπώ και αγαπάω, αγαπιέμαι· γαργαλώ και γαργαλάω, γαργαλιέμαι· γελώ και γελάω, γελιέμαι· κυλώ και κυλάω, κυλιέμαι· σταματώ και σταματάω, σταματιέμαι. || (αποθ.) παραπονιέμαι, σταυροκοπιέμαι.

[αρχ. κατάλ. περισπώμενων ρ. -ῶ: αρχ. ἀγαπ-ῶ, πατ-ῶ (από συναίρ. -άω, -έω, β' πρόσ.: ἀγαπ-ᾷς, πατ-εῖς) & μεταπλ. αρχ. αποθετικών ρ.: αρχ. μασ-ῶμαι > μσν. μασ-ώ & μεταπλ. αρχ. ρ. σε -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. -ισ-: ελνστ. ἀσφαλ-ίζω > μσν. σφαλ-ώ (δες λ.)· -άω: νεοελλ. μεταπλ. ρ. σε > -άω με βάση το γ' πρόσ. -άει < -ᾷ με προσθήκη της κατάλ. -ει των βαρύτονων ρ. για προσαρμ. προς το τονικό σχ. των βαρύτονων: αρχ. (προκλασικό) ἀγαπ-άω > (κλασικό, ελνστ., μσν.) ἀγαπ-ῶ > αγαπ-άω & μεταπλ. των ρ. -ῶ, -εῖς για προσαρμ. στο τύπο της α' τάξης: πατ-ώ, πατ-είς > πατ-ώ, πατ-άς]

-ώνω [óno] -ομαι : επίθημα: I. για το σχηματισμό ρημάτων παράγωγων: 1. από ουσιαστικά· δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος κάνει, εκτελεί την ενέργεια που εκφράζει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (βίδα) βιδώνω, (κλειδί) κλειδώνω, (κουμπί) κουμπώνω, (λίγδα) λιγδώνω, (πληγή) πληγώνω· (θάλασσα) θαλασσώνω, (χαντάκι) χαντακώνω. 2. από επίθετα· δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος αποκτά τις ιδιότητες που εκφρά ζει η πρωτότυπη λέξη ή ενεργεί ώστε το αντικείμενο του ρήματος να έχει αυτές τις ιδιότητες: (παλαβός) παλαβώνω, (αραιός) αραιώνω. II. για το μεταπλασμό στη νέα ελληνική ρημάτων σε -ώ: αναπληρώνω, δηλώνω, ελευθερώνω, κατορθώνω, στεφανώνω, υψώνω.

[ελνστ. & μσν. -ώνω μεταπλ. των αρχ. μετον. ρηματ. επιθημάτων -ννυμι (ελνστ. -ννύω), -ῶ (που προερχόταν από συναίρεση των ρ. σε -όω), με βάση το συνοπτ. θ. -ωσ-: αρχ. στρώ-ννυμι > ελνστ. στρω-ννύω > μσν. στρώνω, αρχ. ἐλευθερ(ῶ) > ελευθερ-ώνω, ἀξι(ῶ) > αξι-ώνω, ζημι(ῶ) > ζημι-ώνω κατά το σχ.: χασ- (έχασα) - χάνω, φθασ- (έφθασα) - φθάνω και επέκτ. σε νέες μετον. παραγωγές: χαντάκ(ι) -ώνω, βίδ(α) -ώνω]

αγροφυλακή η [aγrofilakí] Ο29 : δημόσια υπηρεσία που ασχολείται με την προστασία και ασφάλεια της αγροτικής περιουσίας: Aρμοδιότητες / διοίκηση / υπάλληλος της αγροφυλακής.

[λόγ. αγρο(φύλαξ) -φυλακή κατά το σχ.: χωροφύλαξ - χωροφυλακή]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...24   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες