Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "συρμός 2"
1 item total
συρμός 2 ο : (παρωχ.) μόδα, συνήθ. στην έκφραση κτ. είναι του συρμού, είναι μοντέρνο, συχνά και με αρνητική φόρτιση: Είναι του συρμού τα κινητά.

[λόγ. < αρχ. συρμός `κτ. που σέρνεται, που αφήνει ίχνος΄ σημδ. γαλλ. train `τρόπος ζωής΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go