Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- πυρρίχιος -α -ο [piríxios] Ε6 : ~ χορός και ως ουσ. ο πυρρίχιος, ονομασία χορού, του οποίου οι κινήσεις μιμούνται αντίστοιχες κινήσεις αρχαίου πολεμιστή σε ώρα μάχης: Ο ποντιακός / αρχαίος ελληνικός ~. || (μετρ.) Ο ~ πόδας. Tο πυρρίχιο μέτρο.
[λόγ. < ελνστ. πυρρίχιος `που αναφέρεται στο χορό πυρρίχη (αρχ.)΄]