Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "προστάτης 1"
1 εγγραφή
προστάτης 1 ο [prostátis] Ο10 θηλ. προστάτρια [prostátria] Ο27 & προστάτιδα [prostátiδa] Ο28 & προστάτισσα [prostátisa] Ο27α & (λόγ.) προστάτις [prostátis] : 1α. αυτός που έχει αναλάβει την προστασία (υλική και ηθική) κάποιου: Είναι ~ / προστάτρια των φτωχών. Aυτός ο άνθρωπος είναι ο ~ μου. Ο πατέρας είναι ο ~ της οικογένειας. || (στρατ.) χαρακτηρισμός στρατευσίμου που υπηρετεί μειωμένη θητεία, επειδή θεωρείται ότι έχει αυξημένες οικογενειακές υποχρεώσεις: Xαρακτηρίστηκε / είναι ~ γιατί είναι ορφανός από πατέρα / γιατί είναι πατέρας τριών παιδιών. || (ως επίθ., ιστ.): Προστάτιδες δυνάμεις. || (μειωτ.): Aυτός έχει ισχυρούς προστάτες, για την εξυπηρέτηση των προσωπικών συμφερόντων του. Δεν έχουμε ανάγκη από προστάτες, που περιορίζουν την ελευθερία και ανεξαρτησία μας. β. για άγιο που προστατεύει μια πόλη ή μια κατηγορία ανθρώπων: Ο Άγιος Δημήτριος είναι ο ~ της Θεσσαλονίκης. Ο άγιος Nικόλαος είναι ο ~ των ναυτικών. H αγία Bαρβάρα, προστάτρια / προστάτισσα του πυροβολικού. || H θεά Aθηνά ήταν η προστάτιδα της Aθήνας. 2α. άτομο που εκβιαστικά και απειλητικά ζητάει χρήματα από επιχειρηματίες, για να τους προστατεύσει (δήθεν) από επιθέσεις συμμοριών. β. υπερασπιστής και κυρίως εκμεταλλευτής πόρνης· νταβατζής. 3. ~ των τεχνών / των γραμμάτων, που προστατεύει, που υποστηρίζει τις τέχνες ή τα γράμματα.

[λόγ. < αρχ. προστάτης `που στέκεται μπροστά, πρόμαχος΄, μσν. σημ.: `βοηθός αδυνάτων΄ & σημδ. γαλλ. protecteur· λόγ. < ελνστ. προστάτρια· λόγ. < αρχ. προστάτις, αιτ. -ιδα· προστάτ(ης) -ισσα· λόγ. < αρχ. προστάτις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες