Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "πραγματικός -ή -ό"
1 εγγραφή
πραγματικός -ή -ό [praγmatikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στα πράγματαI1, στην πραγματικότητα. ANT μη πραγματικός, εξωπραγματι κός. || (ειδικότ.) που υπάρχει αντικειμενικά και πραγματικά, που είναι αληθινός (και όχι φανταστικός, φαινομενικός, πλασματικός, ψεύτικος): Πραγματικά γεγονότα / περιστατικά / στοιχεία / δεδομένα / έσοδα. Mας διηγήθηκε μια πραγματική ιστορία. Είναι ~ φίλος. Aποκαλύφθηκαν οι πραγματικές προθέσεις του. Bρήκε τον πραγματικό του εαυτό. Aσκήσεις με πραγματικά πυρά. ANT άσφαιρα. || (νομ.) που ανήκει ή που αναφέρεται σε κάποιο (περιουσιακό) αντικείμενο. ANT προσωπικός. || (μαθημ.) πραγματικοί αριθμοί, όλοι οι ρητοί και άρρητοι αριθμοί. || (οικον.) ~ μισθός: α. το σύνολο των αγαθών και υπηρεσιών που μπορεί να αγοράσει ο εργαζόμενος με το μισθό του (σε αντιδιαστολή προς τον ονομαστικό): Ο πληθωρισμός και η άνοδος του κόστους της ζωής μειώνουν τον πραγματικό μισθό των εργαζομένων. β. (γενικότ.) τα διάφορα εργασιακά πλεονεκτήματα ή οι κοινωνικές παροχές που θεωρούνται και αυτά ως εισόδημα (π.χ. καλό ωράριο, άδειες, συνθήκες εργασίας κτλ.). Πραγματικό κεφάλαιο, τα οικονομικά αγαθά που χρησιμοποιούνται στην παραγωγική διαδικασία (μηχανές, εργαλεία κτλ.) με σκοπό τη δημιουργία νέων αγαθών. || (οπτ.) Πραγματικό είδωλο, εικόνα που σχηματίζεται πραγματικά με τη συγκέντρωση των φωτεινών ακτίνων που προέρχονται από ένα αντικείμενο. ANT φανταστικό. πραγματικά ΕΠIΡΡ στην πραγματικότητα, στ΄ αλήθεια, όντως: Είμαι ~ συγκινημένος / χαρούμενος / λυπημένος. Ποτέ δεν υπήρξε ~ ευτυχισμένος. Kλαίω / στενοχωριέμαι / χαίρομαι ~. Kαι ~ έμεινα άναυδος. Tον αγάπησε ~.

[λόγ. < ελνστ. πραγματικός `κατάλληλος για δράση, σχετικός με το θέμα΄ & σημδ. γαλλ. réel]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες