Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- πλησίστιος -α -ο [plisístios] Ε6 : 1. (λόγ., για πλοίο) που πλέει με φουσκω μένα τα πανιά. 2. (κυρ. μτφ.) που κατευθύνεται ολοταχώς και κατευθείαν κάπου: Πηγαίνουμε πλησίστιοι προς βέβαιη οικονομική καταστροφή.
[λόγ. < αρχ. πλησίστιος]