Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- παράφρων -ων -ον [paráfron] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) που έχει απωλέσει τη διανοητική και ψυχική του ισορροπία, τρελός: H αστυνομία συνέλαβε τον παράφρονα εγκληματία. || (ως ουσ.).
[λόγ. < αρχ. παράφρων]