Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "μαβής -ιά -ί"
1 εγγραφή
μαβής -ιά -ί [mavís] Ε8 & μαβί [maví] Ε (άκλ.) : (λογοτ.) που έχει μοβ χρώμα: Mαβιά μάτια. Ο ουρανός ήταν ~. || (ως ουσ.) το μαβί, το μαβί χρώμα.

[τουρκ. mavi (από τα αραβ.) -ς· τουρκ. mavi]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες