Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κριτς κρατς [kríts kráts] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη με την οποία αποδίδεται ένας χαρακτηριστικά σκληρός και ξερός θόρυβος από τρίξιμο, μάσημα κτλ.· κρατς κρουτς.
[ηχομιμ.]