Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "κριτς κρατς"
1 εγγραφή
κριτς κρατς [kríts kráts] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη με την οποία αποδίδεται ένας χαρακτηριστικά σκληρός και ξερός θόρυβος από τρίξιμο, μάσημα κτλ.· κρατς κρουτς.

[ηχομιμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες