Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "καλότυχος -η -ο"
1 item total
καλότυχος -η -ο [kalótixos] Ε5 : που έχει καλή τύχη, που του συμβαίνουν γεγονότα ευχάριστα και εκπληρώνονται οι επιθυμίες του. ANT κακότυχος: Kαλότυχοι όσοι δε γνώρισαν τον πόλεμο. Nα ΄ναι καλότυχο το παιδί. (ειρ., για κάποια ατυχία): Ποιος είναι αυτός ο ~ που έχασε την περιουσία του; || Kαλότυχη πατρίδα!

[μσν. καλότυχος < καλο- + τύχ(η) -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go