Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "κακόδοξος -η -ο"
1 item total
κακόδοξος -η -ο [kakóδoksos] Ε5 : συνήθ. ως ουσ. ο κακόδοξος, αυτός που ακολουθεί μια εσφαλμένη θρησκευτική δοξασία.

[λόγ. < ελνστ. κακόδοξος, αρχ. σημ.: `κακόφημος΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go