Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "κάβος 1"
1 item total
κάβος 1 ο [kávos] Ο18 : (ναυτ.) ακρωτήριο. (έκφρ.) παίρνω κάβο, για καράβι, όταν παρακάμπτει κάποιο ακρωτήριο και ως ΦΡ αρχίζω να καταλαβαίνω τι συμβαίνει· ΣYN ΦΡ παίρνω είδηση.

[μσν. κάβος < ιταλ. (γενοβ. διάλ.) cavo ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go