Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "ετερόδοξος -η -ο"
1 item total
ετερόδοξος -η -ο [eteróδoksos] Ε5 : που ακολουθεί διαφορετικό χριστιανικό δόγμα, σε σχέση με κπ. άλλον· αλλόδοξος. ANT ομόδοξος. || (ως ουσ.) ο ετερόδοξος.

[λόγ. < ελνστ. ἑτερόδοξος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go