Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "επίορκος -η -ο"
1 item total
επίορκος -η -ο [epíorkos] Ε5 : (για πρόσ.) που έχει παραβεί τον όρκο του: Πρόδωσε την πατρίδα, ενώ είχε ορκιστεί να την υπερασπίζεται· δεν είναι λοιπόν μόνο προδότης αλλά και ~.

[λόγ. < αρχ. ἐπίορκος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go