Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "επίδοξος -η -ο"
1 item total
επίδοξος -η -ο [epíδoksos] Ε5 : (για πρόσ.) που, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, πρόκειται, επιδιώκει ή έχει βλέψεις να γίνει ή να επιτύχει στο μέλλον κτ.: Ένας ~ δικτάτορας / κληρονόμος / διαρρήκτης. || Ο ~ διάδοχος του θρόνου, αυτός που θα γίνει διάδοχος ύστερα από τον τωρινό.

[λόγ. < αρχ. ἐπίδοξος `που είναι πιθανό να, ένδοξος΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go