Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- εκτεταμένος -η -ο [ektetaménos] Ε3 μππ. του εκτείνω : που εκτείνεται, απλώνεται σε μεγάλη έκταση· εκτενής: Εκτεταμένα σύνορα. Εκτεταμένες παραλίες. Εκτεταμένη οροσειρά. || Εκτεταμένη περιοχή, ευρεία. || Εκτεταμένη βιβλιογραφία / συζήτηση. || Εκτεταμένες αρμοδιότητες, πολλές, ποικίλες, όχι περιορισμένες.
εκτεταμένα & (λόγ.) εκτεταμένως ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἐκτεταμένος μππ. του ρ. ἐκτείνω· λόγ. < ελνστ. ἐκτεταμένως]