Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- δοκησίσοφος -η -ο [δokisísofos] Ε5 : (λόγ., μειωτ., συνήθ. ως ουσ.) ο δοκησίσοφος, αυτός που νομίζει ότι γνωρίζει τα πάντα και που κομπάζει γι΄ αυτό.
[λόγ. < αρχ. δοκησίσοφος]