Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "δημοσιονομικός -ή -ό"
1 item total
δημοσιονομικός -ή -ό [δimosionomikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη δημοσιονομία: Δημοσιονομική πολιτική. Δημοσιονομικά μέτρα. Δημοσιονομικό έλλειμμα. δημοσιονομικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. δημοσιονομ(ία) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go