Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "βιωματικός -ή -ό"
1 item total
βιωματικός -ή -ό [viomatikós] Ε1 : που αναφέρεται στα βιώματα ή σχετίζεται με αυτά: Bιωματικό υλικό.

[λόγ. βιωματ- (βίωμα) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go