Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ατόφιος -α -ο [atófxos] Ε4 : που δεν του λείπει τίποτα από ποσοτική ή ποιοτική άποψη. α. ολόκληρος, ακέραιος: Aπό τα λίγα αρχαία αγάλματα που σώζονται ατόφια. β. ολόκληρος, αναλλοίωτος: Aυτές οι θεωρίες είναι παρμένες σχεδόν ατόφιες από τις ανατολικές θρησκείες. Οι αρχαϊστές ήθελαν ατόφια την αττική διάλεκτο. γ. γνήσιος, καθαρός, αμιγής: Aτόφιο χρυσάφι / ασήμι / μάλαμα. δ. συμπαγής, μονοκόμματος: Aπό ατόφιο ξύλο. || (μτφ.): Είναι ~ άνθρωπος, ντόμπρος, ειλικρινής.
[μσν.(;) *αυτόφυος (με αποβ. του [f] κατά το ατός) < αρχ. αὐτοφυής `που γίνεται μόνος του, φυσικός΄ μεταπλ. -ος κατά τα άλλα επίθ. και μετακ. του τόνου κατά τα σύνθ.]