Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αποπνικτικός -ή -ό [apopniktikós] & αποπνιχτικός -ή -ό [apopnixtikós] Ε1 : που προκαλεί, που επιφέρει αναπνευστικές δυσκολίες· πνιγηρός: Tα καυσαέρια / οι οσμές δημιουργούν αποπνικτική ατμόσφαιρα.
αποπνικτικά & αποπνιχτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. απο- πνικ- (πνίγω) -τικός μτφρδ. γαλλ. suffocant· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]