Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζεύγλη η [zévγli] Ο30 & ζεύγλα η [zévγla] & ζεύλα η [zévla] Ο25 : το καμπύλο τμήμα του ζυγού των ζώων.
[λόγ. < αρχ. ζεύγλη, ζεύγλα· μσν. ζεύλα < αρχ. ζεύγλα, με αποβ. του [γ] για απλοπ. του συμφ. συμπλ.]
- πέταμα το [pétama] & πέταγμα 2 το [pétaγma] στη σημ. 2 Ο49 : 1. ρίψη ενός αντικειμένου προς οποιαδήποτε κατεύθυνση: Tο ~ της πέτρας / της μπάλας. 2. ρίψη άχρηστων πραγμάτων: Tα περιοδικά αυτά είναι / δεν είναι για ~. Όλα αυτά τα παλιά αντικείμενα τα ΄χω για ~.
[-γμα: πετακ- (πετώ) 2 -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] · -μα: αποβ. του [γ] πριν από [m] ]
- πλεμάτι το [plemáti] Ο44 : (λαϊκότρ.) το δίχτυ.
[αρχ. πλεγμάτιον (υποκορ. του πλέγμα) με αποβ. του [γ] πριν από [m] ]
- ροδόσταγμα το [roδóstaγma] & ροδόσταμα το [roδóstama] Ο49 & ροδόσταμο το [roδóstamo] Ο41 : αρωματικό απόσταγμα από τριαντάφυλλα· ροδόνερο. || διάλυμα ροδέλαιου σε νερό.
[μσν. ροδόστα(γ)μα < ρόδ(ο) -ο- + σταγ- (στάζω) -μα και προαιρετική αποβ. του [γ] πριν από [m] · ροδόσταμ(α) μεταπλ. -ο]
- σταλαγματιά η [stalaγmatxá] & σταλαματιά η [stalamatxá] Ο24 : η σταγόνα. ΠAΡ ~ ~ γεμίζει η στάμνα η πλατιά, η συστηματική και υπομονετική αποταμίευση οδηγεί στη συσσώρευση αγαθών.
[λόγ. επίδρ. στο σταλαματιά < μσν. σταλαματιά < αρχ. σταλαγματ- (στάλαγμα) `σταλαματιά΄ -ιά με αποβ. του [γ] πριν από [m] ]