Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "απαιτητός -ή -ό"
1 item total
απαιτητός -ή -ό [apetitós] Ε1 : (νομ.) τον οποίο δικαιούται κάποιος να απαιτήσει, να διεκδικήσει βάσει του νόμου: Aπαιτητό χρέος.

[λόγ. απαι τη- (απαιτώ) -τός μτφρδ. γαλλ. exigible]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go