Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "αντιαθλητικός -ή -ό"
1 item total
αντιαθλητικός -ή -ό [andiaθlitikós] Ε1 : που δεν ταιριάζει σε αθλητή ή είναι αντίθετος στον αθλητισμό: Aντιαθλητική ενέργεια / συμπεριφορά. Ο ποδοσφαιριστής αποβλήθηκε για αντιαθλητική ενέργεια. Aντιαθλητικό ήθος / πνεύμα. Aντιαθλητική πολιτική. αντιαθλητικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αντι- + αθλητικός μτφρδ. αγγλ. unsporting, unsportsmanlike]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go