Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ανεκδιήγητος -η -ο [anekδiíjitos] Ε5 : που είναι τόσο μεγάλος, έντονος κτλ., ώστε δεν μπορεί να τον διηγηθεί ή να τον περιγράψει κάποιος· απερίγραπτος: Aνεκδιήγητα βάσανα. || (μειωτ., για πρόσ.) που η συμπεριφο ρά του δύσκολα χαρακτηρίζεται.
ανεκδιήγητα ΕΠIΡΡ (ως επιτατ. σημασίας επιθέτου): ~ γελοίος. [λόγ. < ελνστ. ἀνεκδιήγητος (με θετ. σημ.)]