Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "αναιτιολόγητος -η -ο"
1 item total
αναιτιολόγητος -η -ο [anetiolójitos] Ε5 : για κτ. που δεν μπορεί να αιτιολογηθεί ή που δεν έχει αιτιολογηθεί ή δικαιολογηθεί. ANT αιτιολογημένος: Οι δικαστικές αποφάσεις δεν πρέπει να είναι αναιτιολόγητες. Οι δαπάνες δεν εγκρίθηκαν, γιατί ήταν αναιτιολόγητες. H απουσία του είναι αναιτιολόγητη, αδικαιολόγητη. αναιτιολόγητα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀναιτιολόγητος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go