Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "αερολογία 1"
1 item total
αερολογία 1 η [aerolojía] Ο25 (συνήθ. πληθ.) : άσκοπα και χωρίς ουσία λόγια· λόγια του αέρα.

[λόγ. αερολόγ(ος < αερο- + -λόγος) -ία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go