Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "ένδοξος -η -ο"
1 item total
ένδοξος -η -ο [énδoksos] Ε5 : δοξασμένος, συνήθ. εξαιτίας ηρωϊκής ή πολεμικής πράξης: Ένδοξοι ήρωες / μαχητές. ~ στρατός. Ένδοξο όνομα. Οι ένδοξοι πρόγονοί μας. H ένδοξη ιστορία μας. Ένδοξη μάχη. Ένδοξη εποχή. || (επέκτ.) που φέρνει σε κπ. δόξα: ~ θάνατος. ένδοξα & (λόγ.) ενδόξως ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἔνδοξος, αρχ. σημ.: `με μεγάλη υπόληψη΄· λόγ. < αρχ. ἐνδόξως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go