Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "άνομος -η -ο"
1 item total
άνομος -η -ο [ánomos] Ε5 : που παραβιάζει τους ηθικούς νόμους: Άνομο καθεστώς. Άνομες πράξεις, ανόσιες. άνομα ΕΠIΡΡ με τρόπο άνομο.

[αρχ. ἄνομος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go