Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- άνομος -η -ο [ánomos] Ε5 : που παραβιάζει τους ηθικούς νόμους: Άνομο καθεστώς. Άνομες πράξεις, ανόσιες.
άνομα ΕΠIΡΡ με τρόπο άνομο. [αρχ. ἄνομος]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[αρχ. ἄνομος]
© 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |